Ἀρκαδικά

Ἀρκαδικά
Ἀρκαδικός
Arcadian
neut nom/voc/acc pl
Ἀρκαδικά̱ , Ἀρκαδικός
Arcadian
fem nom/voc/acc dual
Ἀρκαδικά̱ , Ἀρκαδικός
Arcadian
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρκαδικάς — Ἀρκαδικά̱ς , Ἀρκαδικός Arcadian fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Megalopoli — Mégalopolis Pour les articles homonymes, voir Mégalopolis (comédie musicale). Mégalopolis ou Megalópoli (« ἡ Μεγάλη πόλις », la grande ville , comme l écrit Pausanias le Périégète, ou en grec moderne Μεγαλόπολη) est une ville de Grèce,… …   Wikipédia en Français

  • Megalopolis — Mégalopolis Pour les articles homonymes, voir Mégalopolis (comédie musicale). Mégalopolis ou Megalópoli (« ἡ Μεγάλη πόλις », la grande ville , comme l écrit Pausanias le Périégète, ou en grec moderne Μεγαλόπολη) est une ville de Grèce,… …   Wikipédia en Français

  • Mégalopolis — Pour les articles homonymes, voir Mégalopolis (comédie musicale), Megalopolis (magazine) et Mégalopole. 37° 24′ 00″  …   Wikipédia en Français

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • Nicias of Nicaea — Nicias (Greek: Νικίας) of Nicaea, was a biographer and historian of ancient Greek philosophers. Nothing is known about his life, he may have lived in the 1st century BC or AD. He is repeatedly referred to by Athenaeus. His principal work seems to …   Wikipedia

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

  • Γκέινσμπορο, Τόμας — (Thomas Gainsborough, Σάντμπερι, Σάφοκ 1727 – Λονδίνο 1788). Άγγλος ζωγράφος. Με την έμφυτη χρωματική ευαισθησία του και την έντονη ερευνητική του διάθεση, δημιούργησε ένα προσωπικό λυρικό ύφος, που ήταν επηρεασμένο από τη ζωγραφική του Άντον Βαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”